- μεμισημένος
- μεμῑσημένος , μισέωhateperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ненавидѣныи — (1*) прич. страд. прош. к ненавидѣти: исавъ ненавидѣныи преже родьства. (μεμισημένος) ГБ XIV, 162б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεμισημένως — (Α) επίρρ. με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμισημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μισῶ] … Dictionary of Greek